λευκιτοφόρος

λευκιτοφόρος
-ο
(για πέτρωμα) αυτός που φέρει ως κύριο συστατικό λευκίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκίτης + -φόρος (< φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”